- φυλλομέτρηση
- η, Ντο φυλλομέτρημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. φυλλομέτρησις, μαρτυρείται από το 1877 στον Κ. Σάθα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλλομέτρηση — η το φυλλομέτρημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)